Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


degradàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [degraˈdare]

1 εξευτελίζω
2 ατιμάζω
3 ταπεινώνω
4 υποτιμώ αξία
5 υποτιμώ
6 εξαχρειώνω
7 καθαιρώ (αξιωματικό)
8 καταπίπτω
9 υποβαθμίζω
10 υποβιβάζω
11 ξεπέφτω
12 καθαιρώ

degradarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [degraˈdarsi]

1 ντροπιάζομαι
2 ταπεινώνομαι
3 κουρελιάζομαι
4 εξευτελίζομαι
5 διασύρομαι
6 καταντώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  degradante degradazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

degnazione (θηλ.ουσ)
degno (επίθ.)
degradabile (επίθ.)
degradabilità (θηλ.ουσ)
degradante (επίθ.)
degradare (ρ. μτβ.)
degradarsi (ρ.μ. (αντων.))
degradazione (θηλ.ουσ)
degrado (ουσ αρσ )
degustare (ρ. μτβ.)
degustatore (ουσ αρσ )
degustazione (θηλ.ουσ)
deh (επιφ.)
deicida (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
deicidio (ουσ αρσ )
deidratare (ρ. μτβ.)
deidratazione (θηλ.ουσ)
deidrogenare (ρ. μτβ.)
deidrogenazione (θηλ.ουσ)
deiezione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---