Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


deiezióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [dejetˈtsjone]

1 προσχωματική απόθεση
2 κατάλοιπα τριβής ή αποσάθρωσης
3 περιττώματα
4 κένωση των εντέρων
5 χέσιμο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  deidrogenazione deificare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

deicidio (ουσ αρσ )
deidratare (ρ. μτβ.)
deidratazione (θηλ.ουσ)
deidrogenare (ρ. μτβ.)
deidrogenazione (θηλ.ουσ)
deiezione (θηλ.ουσ)
deificare (ρ. μτβ.)
deificazione (θηλ.ουσ)
deiforme (επίθ.)
deionizzare (ρ. μτβ.)
deionizzatore (ουσ αρσ )
deionizzazione (θηλ.ουσ)
deiscente (επίθ.)
deiscenza (θηλ.ουσ)
deismo (ουσ αρσ )
deista (ουσ αρσ και θηλ.)
deità (θηλ.ουσ)
déjà vu (αρσ. επίθ και ουσ)
delatore (ουσ αρσ )
delazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---