Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


déjà vu  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [deʒaˈvy]

1 κάτι που το έχουμε (ή νομίζουμε ότι το έχουμε ξαναδεί)
2 αίσθηση γνώσης του άγνωστου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  deità delatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

deiscente (επίθ.)
deiscenza (θηλ.ουσ)
deismo (ουσ αρσ )
deista (ουσ αρσ και θηλ.)
deità (θηλ.ουσ)
déjà vu (αρσ. επίθ και ουσ)
delatore (ουσ αρσ )
delazione (θηλ.ουσ)
deleatur (ουσ αρσ )
delebile (επίθ.)
delega (θηλ.ουσ)
delegare (ρ. μτβ.)
delegatario (ουσ αρσ )
delegato (ουσ αρσ )
delegato (επίθ.)
delegazione (θηλ.ουσ)
deleterio (επίθ.)
Delfi (θηλ.ουσ)
delfino (ουσ αρσ )
delibare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---