Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdéjà vu
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [deʒaˈvy] 1 κάτι που το έχουμε (ή νομίζουμε ότι το έχουμε ξαναδεί) 2 αίσθηση γνώσης του άγνωστου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |