déjà vu
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [deʒaˈvy]
1 κάτι που το έχουμε (ή νομίζουμε ότι το έχουμε ξαναδεί)
2 αίσθηση γνώσης του άγνωστου
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [deʒaˈvy]
1 κάτι που το έχουμε (ή νομίζουμε ότι το έχουμε ξαναδεί)
2 αίσθηση γνώσης του άγνωστου
permalink
déjà vu (αρσ. επίθ και ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android