Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdelfìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [delˈfino] 1 zoologia το δελφίνι 2 nuoto η πεταλούδα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |