Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


delfìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [delˈfino]

1 zoologia το δελφίνι
2 nuoto η πεταλούδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Delfi delibare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

delegato (ουσ αρσ )
delegato (επίθ.)
delegazione (θηλ.ουσ)
deleterio (επίθ.)
Delfi (θηλ.ουσ)
delfino (ουσ αρσ )
delibare (ρ. μτβ.)
delibazione (θηλ.ουσ)
delibera (θηλ.ουσ)
deliberare (ρ. μτβ.)
deliberatamente (επίρ.)
deliberatario (επίθ.)
deliberativo (επίθ.)
deliberato (επίθ.)
deliberatorio (επίθ.)
deliberazione (θηλ.ουσ)
delicatezza (θηλ.ουσ)
delicato (αρσ. επίθ και ουσ)
delimitare (ρ. μτβ.)
delimitativo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---