Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


deliberatìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [deliberaˈtivo]

1 ο της επιτροπής μελέτης-εξέτασης
2 συζητητικός
3 κατακυρωτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  deliberatario deliberato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

delibazione (θηλ.ουσ)
delibera (θηλ.ουσ)
deliberare (ρ. μτβ.)
deliberatamente (επίρ.)
deliberatario (επίθ.)
deliberativo (επίθ.)
deliberato (επίθ.)
deliberatorio (επίθ.)
deliberazione (θηλ.ουσ)
delicatezza (θηλ.ουσ)
delicato (αρσ. επίθ και ουσ)
delimitare (ρ. μτβ.)
delimitativo (επίθ.)
delimitazione (θηλ.ουσ)
delineamento (ουσ αρσ )
delineare (ρ. μτβ.)
delinearsi (ρ.μ. (αντων.))
delineato (επίθ.)
delinquente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
delinquenza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---