Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdelimitazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [delimitatˈtsjone] 1 όρια 2 οροθέτηση 3 οροθεσία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |