Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


delicatézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [delikaˈtettsa]

1 εύθραυστη υγεία
2 συνεχής και προσεκτική σκέψη
3 διακριτικότητα στη συμπεριφορά
4 τακτ
5 περίσκεψη
6 μεζές
7 ντελικατέσεν
8 ευγενική πράξη
9 λιχουδιά
10 ευαισθησία
11 λεπτότητα
12 αβρότητα
13 χάρη
14 απαλότητα
15 ωραιότητα
16 κομψότητα
17 ευγένεια
18 ραφινάρισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  deliberazione delicato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

deliberatario (επίθ.)
deliberativo (επίθ.)
deliberato (επίθ.)
deliberatorio (επίθ.)
deliberazione (θηλ.ουσ)
delicatezza (θηλ.ουσ)
delicato (αρσ. επίθ και ουσ)
delimitare (ρ. μτβ.)
delimitativo (επίθ.)
delimitazione (θηλ.ουσ)
delineamento (ουσ αρσ )
delineare (ρ. μτβ.)
delinearsi (ρ.μ. (αντων.))
delineato (επίθ.)
delinquente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
delinquenza (θηλ.ουσ)
delinquenziale (επίθ.)
delinquere (ρ.αμτβ.)
deliquescente (επίθ.)
deliquescenza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---