Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


delineàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [delineˈare]

1 σκαριφώ
2 σκιτσάρω
3 σχεδιαγραφώ
4 περιγράφω
5 σκιαγραφώ
6 σχεδιάζω το περίγραμμα

delinearsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [delineˈarsi]

1 αναδύομαι
2 παίρνω σχήμα
3 διαμορφώνομαι
4 παίρνω μορφή
5 περιγράφομαι
6 φαίνομαι αμυδρά ή παραμορφωμένα
7 διαγράφομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  delineamento delineato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

delicato (αρσ. επίθ και ουσ)
delimitare (ρ. μτβ.)
delimitativo (επίθ.)
delimitazione (θηλ.ουσ)
delineamento (ουσ αρσ )
delineare (ρ. μτβ.)
delinearsi (ρ.μ. (αντων.))
delineato (επίθ.)
delinquente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
delinquenza (θηλ.ουσ)
delinquenziale (επίθ.)
delinquere (ρ.αμτβ.)
deliquescente (επίθ.)
deliquescenza (θηλ.ουσ)
deliquio (ουσ αρσ )
delirante (επίθ.)
delirare (ρ.αμτβ.)
delirio (ουσ αρσ )
delitto (ουσ αρσ )
delittuoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---