ItalianoGreco


delìtto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [deˈlitto]

το έγκλημα


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


delitto [αρσ.] e castigo [αρσ.] = έγκλημα και τιμωρία



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---