Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


deliziàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [delitˈtsjare]

1 γοητεύω
2 απολαμβάνω
3 ευφραίνω
4 τέρπω
5 χαίρομαι κάτι

deliziarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [delitˈtsjarsi]

1 γοητεύομαι
2 απολαμβάνω
3 ευφραίνομαι
4 τέρπομαι
5 χαίρομαι κάτι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  delizia deliziosamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

delirare (ρ.αμτβ.)
delirio (ουσ αρσ )
delitto (ουσ αρσ )
delittuoso (επίθ.)
delizia (θηλ.ουσ)
deliziare (ρ. μτβ.)
deliziarsi (ρ.μ. (αντων.))
deliziosamente (επίρ.)
delizioso (επίθ.)
delo (θηλ.ουσ)
delta (ουσ αρσ )
deltaplano (ουσ αρσ )
deltazione (θηλ.ουσ)
deltizio (επίθ.)
deltoide (ουσ αρσ )
deltoide (επίθ.)
delucidare (ρ. μτβ.)
delucidazione (θηλ.ουσ)
deludente (επίθ.)
deludere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---