Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


deltìzio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [delˈtittsjo]

σχηματίζων δέλτα (ποταμός κλπ)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  deltazione deltoide  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

delizioso (επίθ.)
delo (θηλ.ουσ)
delta (ουσ αρσ )
deltaplano (ουσ αρσ )
deltazione (θηλ.ουσ)
deltizio (επίθ.)
deltoide (ουσ αρσ )
deltoide (επίθ.)
delucidare (ρ. μτβ.)
delucidazione (θηλ.ουσ)
deludente (επίθ.)
deludere (ρ. μτβ.)
delusione (θηλ.ουσ)
deluso (αρσ. επίθ και ουσ)
demagliare (ρ. μτβ.)
demagliazione (θηλ.ουσ)
demagnetizzare (ρ. μτβ.)
demagnetizzazione (θηλ.ουσ)
demagogia (θηλ.ουσ)
demagogico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---