Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


demagliàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [demaʎˈʎare]

1 ξεμπερδεύω
2 διευκρινίζω
3 διαλευκαίνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  deluso demagliazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

delucidazione (θηλ.ουσ)
deludente (επίθ.)
deludere (ρ. μτβ.)
delusione (θηλ.ουσ)
deluso (αρσ. επίθ και ουσ)
demagliare (ρ. μτβ.)
demagliazione (θηλ.ουσ)
demagnetizzare (ρ. μτβ.)
demagnetizzazione (θηλ.ουσ)
demagogia (θηλ.ουσ)
demagogico (επίθ.)
demagogo (ουσ αρσ )
demandare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
demaniale (επίθ.)
demanialità (θηλ.ουσ)
demanio (ουσ αρσ )
demarcare (ρ. μτβ.)
demarcazione (θηλ.ουσ)
demente (ουσ αρσ και θηλ.)
demente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---