Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


demènte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [deˈmɛnte]

1 ψυχασθενής
2 ψυχοπαθής
3 τρελός
4 φρενοβλαβής

demènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [deˈmɛnte]

1 ψυχασθενής
2 ψυχοπαθής
3 τρελός
4 φρενοβλαβής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  demarcazione demenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

demaniale (επίθ.)
demanialità (θηλ.ουσ)
demanio (ουσ αρσ )
demarcare (ρ. μτβ.)
demarcazione (θηλ.ουσ)
demente (ουσ αρσ και θηλ.)
demente (επίθ.)
demenza (θηλ.ουσ)
demenziale (επίθ.)
demeritare (ρ.αμτβ.)
demeritare (ρ. μτβ.)
demeritevole (επίθ.)
demerito (ουσ αρσ )
demeritorio (επίθ.)
Demetra (κύρ.όν. θηλ.)
Demetrio (κύρ.όν. αρσ.)
demilitarizzare (ρ. μτβ.)
demilitarizzazione (θηλ.ουσ)
demineralizzare (ρ. μτβ.)
demineralizzazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---