Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


demeritàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [demeriˈtare]

χρειάζομαι μάλωμα

demeritàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [demeriˈtare]

1 χάνω
2 χάνω δικαίωμα
3 δεν αξίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  demenziale demeritevole  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

demarcazione (θηλ.ουσ)
demente (ουσ αρσ και θηλ.)
demente (επίθ.)
demenza (θηλ.ουσ)
demenziale (επίθ.)
demeritare (ρ.αμτβ.)
demeritare (ρ. μτβ.)
demeritevole (επίθ.)
demerito (ουσ αρσ )
demeritorio (επίθ.)
Demetra (κύρ.όν. θηλ.)
Demetrio (κύρ.όν. αρσ.)
demilitarizzare (ρ. μτβ.)
demilitarizzazione (θηλ.ουσ)
demineralizzare (ρ. μτβ.)
demineralizzazione (θηλ.ουσ)
demistificare (ρ. μτβ.)
demistificazione (θηλ.ουσ)
demitizzare (ρ. μτβ.)
demitizzazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---