Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


demistificazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [demistifikatˈtsjone]

αφαίρεση του μυστηρίου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  demistificare demitizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

demilitarizzare (ρ. μτβ.)
demilitarizzazione (θηλ.ουσ)
demineralizzare (ρ. μτβ.)
demineralizzazione (θηλ.ουσ)
demistificare (ρ. μτβ.)
demistificazione (θηλ.ουσ)
demitizzare (ρ. μτβ.)
demitizzazione (θηλ.ουσ)
demiurgia (θηλ.ουσ)
demiurgico (επίθ.)
demiurgo (ουσ αρσ )
demo (ουσ αρσ )
democraticità (θηλ.ουσ)
democratico (ουσ αρσ )
democratico (επίθ.)
democratizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
democrazia (θηλ.ουσ)
democristiano (ουσ αρσ )
democristiano (επίθ.)
demodé (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---