Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


demineralizzazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [demineraliddzatˈtsjone]

αφαλάτωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  demineralizzare demistificare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Demetra (κύρ.όν. θηλ.)
Demetrio (κύρ.όν. αρσ.)
demilitarizzare (ρ. μτβ.)
demilitarizzazione (θηλ.ουσ)
demineralizzare (ρ. μτβ.)
demineralizzazione (θηλ.ουσ)
demistificare (ρ. μτβ.)
demistificazione (θηλ.ουσ)
demitizzare (ρ. μτβ.)
demitizzazione (θηλ.ουσ)
demiurgia (θηλ.ουσ)
demiurgico (επίθ.)
demiurgo (ουσ αρσ )
demo (ουσ αρσ )
democraticità (θηλ.ουσ)
democratico (ουσ αρσ )
democratico (επίθ.)
democratizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
democrazia (θηλ.ουσ)
democristiano (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---