Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdemarcazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [demarkatˈtsjone] 1 σύνορο 2 όριο 3 οροθέτηση 4 οροθεσία 5 οροσήμανση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |