Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


demèrito  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [deˈmɛrito]

1 ανυποληψία
2 κακή σύσταση
3 μομφή
4 κακή διαγωγή
5 αναξιότητα
6 ευτέλεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  demeritevole demeritorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

demenza (θηλ.ουσ)
demenziale (επίθ.)
demeritare (ρ.αμτβ.)
demeritare (ρ. μτβ.)
demeritevole (επίθ.)
demerito (ουσ αρσ )
demeritorio (επίθ.)
Demetra (κύρ.όν. θηλ.)
Demetrio (κύρ.όν. αρσ.)
demilitarizzare (ρ. μτβ.)
demilitarizzazione (θηλ.ουσ)
demineralizzare (ρ. μτβ.)
demineralizzazione (θηλ.ουσ)
demistificare (ρ. μτβ.)
demistificazione (θηλ.ουσ)
demitizzare (ρ. μτβ.)
demitizzazione (θηλ.ουσ)
demiurgia (θηλ.ουσ)
demiurgico (επίθ.)
demiurgo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---