Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


delùso  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [deˈluzo]

απογοητευμένος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  delusione demagliare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

delucidare (ρ. μτβ.)
delucidazione (θηλ.ουσ)
deludente (επίθ.)
deludere (ρ. μτβ.)
delusione (θηλ.ουσ)
deluso (αρσ. επίθ και ουσ)
demagliare (ρ. μτβ.)
demagliazione (θηλ.ουσ)
demagnetizzare (ρ. μτβ.)
demagnetizzazione (θηλ.ουσ)
demagogia (θηλ.ουσ)
demagogico (επίθ.)
demagogo (ουσ αρσ )
demandare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
demaniale (επίθ.)
demanialità (θηλ.ουσ)
demanio (ουσ αρσ )
demarcare (ρ. μτβ.)
demarcazione (θηλ.ουσ)
demente (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---