ItalianoGreco


delucidàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [deluʧiˈdare]

1 εξηγώ
2 αφαιρώ την γυαλάδα από ρούχο ή καπέλο
3 διασαφίζω
4 διευκρινίζω
5 διαφωτίζω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---