Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


delucidàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [deluʧiˈdare]

1 εξηγώ
2 αφαιρώ την γυαλάδα από ρούχο ή καπέλο
3 διασαφίζω
4 διευκρινίζω
5 διαφωτίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  deltoide delucidazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

deltaplano (ουσ αρσ )
deltazione (θηλ.ουσ)
deltizio (επίθ.)
deltoide (ουσ αρσ )
deltoide (επίθ.)
delucidare (ρ. μτβ.)
delucidazione (θηλ.ουσ)
deludente (επίθ.)
deludere (ρ. μτβ.)
delusione (θηλ.ουσ)
deluso (αρσ. επίθ και ουσ)
demagliare (ρ. μτβ.)
demagliazione (θηλ.ουσ)
demagnetizzare (ρ. μτβ.)
demagnetizzazione (θηλ.ουσ)
demagogia (θηλ.ουσ)
demagogico (επίθ.)
demagogo (ουσ αρσ )
demandare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
demaniale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---