Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdeltòide
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [delˈtɔjde] δελτοειδής μυς deltòide επίθετο Προσφορά I.P.A.: [delˈtɔjde] 1 ο σε σχήμα δέλτα 2 δελτοειδής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |