Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


demagògo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [demaˈgɔgo]

δημαγωγός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  demagogico demandare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

demagliazione (θηλ.ουσ)
demagnetizzare (ρ. μτβ.)
demagnetizzazione (θηλ.ουσ)
demagogia (θηλ.ουσ)
demagogico (επίθ.)
demagogo (ουσ αρσ )
demandare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
demaniale (επίθ.)
demanialità (θηλ.ουσ)
demanio (ουσ αρσ )
demarcare (ρ. μτβ.)
demarcazione (θηλ.ουσ)
demente (ουσ αρσ και θηλ.)
demente (επίθ.)
demenza (θηλ.ουσ)
demenziale (επίθ.)
demeritare (ρ.αμτβ.)
demeritare (ρ. μτβ.)
demeritevole (επίθ.)
demerito (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---