Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdelìrio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [deˈlirjo] 1 φρενίτιδα 2 πυρετός 3 έκσταση 4 παραλήρημα 5 ντελίριο 6 τρέλα (ερωτική) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |