Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


delìrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [deˈlirjo]

1 φρενίτιδα
2 πυρετός
3 έκσταση
4 παραλήρημα
5 ντελίριο
6 τρέλα (ερωτική)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  delirare delitto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

deliquescente (επίθ.)
deliquescenza (θηλ.ουσ)
deliquio (ουσ αρσ )
delirante (επίθ.)
delirare (ρ.αμτβ.)
delirio (ουσ αρσ )
delitto (ουσ αρσ )
delittuoso (επίθ.)
delizia (θηλ.ουσ)
deliziare (ρ. μτβ.)
deliziarsi (ρ.μ. (αντων.))
deliziosamente (επίρ.)
delizioso (επίθ.)
delo (θηλ.ουσ)
delta (ουσ αρσ )
deltaplano (ουσ αρσ )
deltazione (θηλ.ουσ)
deltizio (επίθ.)
deltoide (ουσ αρσ )
deltoide (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---