Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


deliràre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [deliˈrare]

1 παραφρονώ
2 έχω παραφρονήσει
3 παραληρώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  delirante delirio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

delinquere (ρ.αμτβ.)
deliquescente (επίθ.)
deliquescenza (θηλ.ουσ)
deliquio (ουσ αρσ )
delirante (επίθ.)
delirare (ρ.αμτβ.)
delirio (ουσ αρσ )
delitto (ουσ αρσ )
delittuoso (επίθ.)
delizia (θηλ.ουσ)
deliziare (ρ. μτβ.)
deliziarsi (ρ.μ. (αντων.))
deliziosamente (επίρ.)
delizioso (επίθ.)
delo (θηλ.ουσ)
delta (ουσ αρσ )
deltaplano (ουσ αρσ )
deltazione (θηλ.ουσ)
deltizio (επίθ.)
deltoide (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---