Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


delìnquere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [deˈlinkwere]

1 εγκληματώ
2 αδικοπραγώ
3 κάνω έγκλημα
4 κακουργώ
5 παρανομώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  delinquenziale deliquescente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

delinearsi (ρ.μ. (αντων.))
delineato (επίθ.)
delinquente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
delinquenza (θηλ.ουσ)
delinquenziale (επίθ.)
delinquere (ρ.αμτβ.)
deliquescente (επίθ.)
deliquescenza (θηλ.ουσ)
deliquio (ουσ αρσ )
delirante (επίθ.)
delirare (ρ.αμτβ.)
delirio (ουσ αρσ )
delitto (ουσ αρσ )
delittuoso (επίθ.)
delizia (θηλ.ουσ)
deliziare (ρ. μτβ.)
deliziarsi (ρ.μ. (αντων.))
deliziosamente (επίρ.)
delizioso (επίθ.)
delo (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---