Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


delineàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [delineˈato]

1 περιγραφείς λεπτομερώς
2 ορισμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  delinearsi delinquente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

delimitativo (επίθ.)
delimitazione (θηλ.ουσ)
delineamento (ουσ αρσ )
delineare (ρ. μτβ.)
delinearsi (ρ.μ. (αντων.))
delineato (επίθ.)
delinquente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
delinquenza (θηλ.ουσ)
delinquenziale (επίθ.)
delinquere (ρ.αμτβ.)
deliquescente (επίθ.)
deliquescenza (θηλ.ουσ)
deliquio (ουσ αρσ )
delirante (επίθ.)
delirare (ρ.αμτβ.)
delirio (ουσ αρσ )
delitto (ουσ αρσ )
delittuoso (επίθ.)
delizia (θηλ.ουσ)
deliziare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---