Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdelicàto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [deliˈkato] απαλός (-ή, -ό), τρυφερός (-ή, -ό), λεπτός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |