Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdelibazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [delibatˈtsjone] 1 επιβολή 2 αναγνώριση 3 γεύση 4 δοκιμασία ποτού ή φαγητού για μυρουδιά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |