Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


delibazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [delibatˈtsjone]

1 επιβολή
2 αναγνώριση
3 γεύση
4 δοκιμασία ποτού ή φαγητού για μυρουδιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  delibare delibera  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

delegazione (θηλ.ουσ)
deleterio (επίθ.)
Delfi (θηλ.ουσ)
delfino (ουσ αρσ )
delibare (ρ. μτβ.)
delibazione (θηλ.ουσ)
delibera (θηλ.ουσ)
deliberare (ρ. μτβ.)
deliberatamente (επίρ.)
deliberatario (επίθ.)
deliberativo (επίθ.)
deliberato (επίθ.)
deliberatorio (επίθ.)
deliberazione (θηλ.ουσ)
delicatezza (θηλ.ουσ)
delicato (αρσ. επίθ και ουσ)
delimitare (ρ. μτβ.)
delimitativo (επίθ.)
delimitazione (θηλ.ουσ)
delineamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---