Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


deliberataménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [deliberataˈmente]

1 επίτηδες
2 σκοπίμως


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  deliberare deliberatario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

delfino (ουσ αρσ )
delibare (ρ. μτβ.)
delibazione (θηλ.ουσ)
delibera (θηλ.ουσ)
deliberare (ρ. μτβ.)
deliberatamente (επίρ.)
deliberatario (επίθ.)
deliberativo (επίθ.)
deliberato (επίθ.)
deliberatorio (επίθ.)
deliberazione (θηλ.ουσ)
delicatezza (θηλ.ουσ)
delicato (αρσ. επίθ και ουσ)
delimitare (ρ. μτβ.)
delimitativo (επίθ.)
delimitazione (θηλ.ουσ)
delineamento (ουσ αρσ )
delineare (ρ. μτβ.)
delinearsi (ρ.μ. (αντων.))
delineato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---