Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


delibàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [deliˈbare]

1 εξετάζω πρόχειρα και επιπόλαια
2 ρίχνω μια ματιά
3 αναγνωρίζω
4 επιβάλλω
5 απολαμβάνω
6 δοκιμάζω
7 γεύομαι
8 καρυκεύω
9 εντρυφώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  delfino delibazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

delegato (επίθ.)
delegazione (θηλ.ουσ)
deleterio (επίθ.)
Delfi (θηλ.ουσ)
delfino (ουσ αρσ )
delibare (ρ. μτβ.)
delibazione (θηλ.ουσ)
delibera (θηλ.ουσ)
deliberare (ρ. μτβ.)
deliberatamente (επίρ.)
deliberatario (επίθ.)
deliberativo (επίθ.)
deliberato (επίθ.)
deliberatorio (επίθ.)
deliberazione (θηλ.ουσ)
delicatezza (θηλ.ουσ)
delicato (αρσ. επίθ και ουσ)
delimitare (ρ. μτβ.)
delimitativo (επίθ.)
delimitazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---