Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


delegàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [deleˈgato]

1 διορισμένος αντιπρόσωπος
2 πληρεξούσιος
3 καταπιστευματοδόχος
4 αντιπρόσωπος
5 απεσταλμένος
6 εξουσιοδοτημένος

delegàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [deleˈgato]

1 παραχωρητικός των εξουσιών του
2 εξουσιοδοτικός
3 αντιπροσωπευτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  delegatario delegazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

deleatur (ουσ αρσ )
delebile (επίθ.)
delega (θηλ.ουσ)
delegare (ρ. μτβ.)
delegatario (ουσ αρσ )
delegato (ουσ αρσ )
delegato (επίθ.)
delegazione (θηλ.ουσ)
deleterio (επίθ.)
Delfi (θηλ.ουσ)
delfino (ουσ αρσ )
delibare (ρ. μτβ.)
delibazione (θηλ.ουσ)
delibera (θηλ.ουσ)
deliberare (ρ. μτβ.)
deliberatamente (επίρ.)
deliberatario (επίθ.)
deliberativo (επίθ.)
deliberato (επίθ.)
deliberatorio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---