Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


delegatàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [delegaˈtarjo]

1 πληρεξούσιος
2 εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος
3 αντιπρόσωπος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  delegare delegato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

delazione (θηλ.ουσ)
deleatur (ουσ αρσ )
delebile (επίθ.)
delega (θηλ.ουσ)
delegare (ρ. μτβ.)
delegatario (ουσ αρσ )
delegato (ουσ αρσ )
delegato (επίθ.)
delegazione (θηλ.ουσ)
deleterio (επίθ.)
Delfi (θηλ.ουσ)
delfino (ουσ αρσ )
delibare (ρ. μτβ.)
delibazione (θηλ.ουσ)
delibera (θηλ.ουσ)
deliberare (ρ. μτβ.)
deliberatamente (επίρ.)
deliberatario (επίθ.)
deliberativo (επίθ.)
deliberato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---