Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdeionizzatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [dejoniddzaˈtore] 1 συσκευή απιονισμού 2 απιονιστής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |