Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


deificazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [deifikatˈtsjone]

αποθέωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  deificare deiforme  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

deidratazione (θηλ.ουσ)
deidrogenare (ρ. μτβ.)
deidrogenazione (θηλ.ουσ)
deiezione (θηλ.ουσ)
deificare (ρ. μτβ.)
deificazione (θηλ.ουσ)
deiforme (επίθ.)
deionizzare (ρ. μτβ.)
deionizzatore (ουσ αρσ )
deionizzazione (θηλ.ουσ)
deiscente (επίθ.)
deiscenza (θηλ.ουσ)
deismo (ουσ αρσ )
deista (ουσ αρσ και θηλ.)
deità (θηλ.ουσ)
déjà vu (αρσ. επίθ και ουσ)
delatore (ουσ αρσ )
delazione (θηλ.ουσ)
deleatur (ουσ αρσ )
delebile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---