Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dégno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈdeɲɲo]

αντάξιος (-α, -ο), άξιος (-α, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  degnazione degradabile  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


degno di nota = αξιοσημείωτος [-η, -ο]


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

degenza (θηλ.ουσ)
deglutire (ρ. μτβ.)
deglutizione (θηλ.ουσ)
degnarsi (ρ.μ. (αντων.))
degnazione (θηλ.ουσ)
degno (επίθ.)
degradabile (επίθ.)
degradabilità (θηλ.ουσ)
degradante (επίθ.)
degradare (ρ. μτβ.)
degradarsi (ρ.μ. (αντων.))
degradazione (θηλ.ουσ)
degrado (ουσ αρσ )
degustare (ρ. μτβ.)
degustatore (ουσ αρσ )
degustazione (θηλ.ουσ)
deh (επιφ.)
deicida (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
deicidio (ουσ αρσ )
deidratare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---