Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


deglutìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [degluˈtire]

καταπίνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  degenza deglutizione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

degenerazione (θηλ.ουσ)
degenere (επίθ.)
degente (ουσ αρσ και θηλ.)
degente (επίθ.)
degenza (θηλ.ουσ)
deglutire (ρ. μτβ.)
deglutizione (θηλ.ουσ)
degnarsi (ρ.μ. (αντων.))
degnazione (θηλ.ουσ)
degno (επίθ.)
degradabile (επίθ.)
degradabilità (θηλ.ουσ)
degradante (επίθ.)
degradare (ρ. μτβ.)
degradarsi (ρ.μ. (αντων.))
degradazione (θηλ.ουσ)
degrado (ουσ αρσ )
degustare (ρ. μτβ.)
degustatore (ουσ αρσ )
degustazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---