Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdeglutizióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [deglutitˈtsjone] 1 κατάποση 2 καταβρόχθισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |