Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


deglutizióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [deglutitˈtsjone]

1 κατάποση
2 καταβρόχθισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  deglutire degnarsi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

degenere (επίθ.)
degente (ουσ αρσ και θηλ.)
degente (επίθ.)
degenza (θηλ.ουσ)
deglutire (ρ. μτβ.)
deglutizione (θηλ.ουσ)
degnarsi (ρ.μ. (αντων.))
degnazione (θηλ.ουσ)
degno (επίθ.)
degradabile (επίθ.)
degradabilità (θηλ.ουσ)
degradante (επίθ.)
degradare (ρ. μτβ.)
degradarsi (ρ.μ. (αντων.))
degradazione (θηλ.ουσ)
degrado (ουσ αρσ )
degustare (ρ. μτβ.)
degustatore (ουσ αρσ )
degustazione (θηλ.ουσ)
deh (επιφ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---