ItalianoGreco


degènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [deˈʤɛntsa]

1 παραμονή στο νοσοκομείο
2 περίοδος κατάκλισης λόγω ασθένειας
3 παραμονή στο κρεβάτι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---