Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdegenerazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [deʤeneratˈtsjone] 1 αποσάθρωση 2 αποκτήνωση 3 εκφυλισμός 4 εξαχρείωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |