Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


degenerativo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [deʤeneraˈtivo]

1 αποσαθρωτικός
2 εκφυλιστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  degenerare degenerato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

degasare (ρ. μτβ.)
degassificare (ρ. μτβ.)
degassificatore (ουσ αρσ )
degassificazione (θηλ.ουσ)
degenerare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
degenerativo (επίθ.)
degenerato (αρσ. επίθ και ουσ)
degenerazione (θηλ.ουσ)
degenere (επίθ.)
degente (ουσ αρσ και θηλ.)
degente (επίθ.)
degenza (θηλ.ουσ)
deglutire (ρ. μτβ.)
deglutizione (θηλ.ουσ)
degnarsi (ρ.μ. (αντων.))
degnazione (θηλ.ουσ)
degno (επίθ.)
degradabile (επίθ.)
degradabilità (θηλ.ουσ)
degradante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---