Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


degassificàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [degassifiˈkare]

αφαιρώ αέριο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  degasare degassificatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

defraudazione (θηλ.ουσ)
defunto (ουσ αρσ )
defunto (επίθ.)
degasamento (ουσ αρσ )
degasare (ρ. μτβ.)
degassificare (ρ. μτβ.)
degassificatore (ουσ αρσ )
degassificazione (θηλ.ουσ)
degenerare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
degenerativo (επίθ.)
degenerato (αρσ. επίθ και ουσ)
degenerazione (θηλ.ουσ)
degenere (επίθ.)
degente (ουσ αρσ και θηλ.)
degente (επίθ.)
degenza (θηλ.ουσ)
deglutire (ρ. μτβ.)
deglutizione (θηλ.ουσ)
degnarsi (ρ.μ. (αντων.))
degnazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---