Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


defùnto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [deˈfunto]

ο πεθαμένος (-η)

defùnto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [deˈfunto]

1 πεθαμένος
2 συχωρεμένος
3 εκλιπών
4 νεκρός
5 αποθανών
6 μακαρίτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  defraudazione degasamento  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


i defunti [αρσ. πλυθ.] = οι αποθανόντες [f.]


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

defosforare (ρ. μτβ.)
defosforazione (θηλ.ουσ)
defraudare (ρ. μτβ.)
defraudatore (αρσ. επίθ και ουσ)
defraudazione (θηλ.ουσ)
defunto (ουσ αρσ )
defunto (επίθ.)
degasamento (ουσ αρσ )
degasare (ρ. μτβ.)
degassificare (ρ. μτβ.)
degassificatore (ουσ αρσ )
degassificazione (θηλ.ουσ)
degenerare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
degenerativo (επίθ.)
degenerato (αρσ. επίθ και ουσ)
degenerazione (θηλ.ουσ)
degenere (επίθ.)
degente (ουσ αρσ και θηλ.)
degente (επίθ.)
degenza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---