Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdefraudazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [defrawdatˈtsjone] 1 ρίξιμο 2 καταδολίευση 3 αποκοίμιση 4 εξαπάτηση 5 απάτη 6 ξεγέλασμα 7 δόλος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |