Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


degeneràre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [deʤeneˈrare]

1 εξαχρειώνομαι
2 εκφυλίζω
3 χειροτερεύω
4 εκφυλίζομαι
5 διαφθείρομαι
6 χαλώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  degassificazione degenerativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

degasamento (ουσ αρσ )
degasare (ρ. μτβ.)
degassificare (ρ. μτβ.)
degassificatore (ουσ αρσ )
degassificazione (θηλ.ουσ)
degenerare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
degenerativo (επίθ.)
degenerato (αρσ. επίθ και ουσ)
degenerazione (θηλ.ουσ)
degenere (επίθ.)
degente (ουσ αρσ και θηλ.)
degente (επίθ.)
degenza (θηλ.ουσ)
deglutire (ρ. μτβ.)
deglutizione (θηλ.ουσ)
degnarsi (ρ.μ. (αντων.))
degnazione (θηλ.ουσ)
degno (επίθ.)
degradabile (επίθ.)
degradabilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---