Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


degustatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [degustaˈtore]

γευσιγνώστης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  degustare degustazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

degradare (ρ. μτβ.)
degradarsi (ρ.μ. (αντων.))
degradazione (θηλ.ουσ)
degrado (ουσ αρσ )
degustare (ρ. μτβ.)
degustatore (ουσ αρσ )
degustazione (θηλ.ουσ)
deh (επιφ.)
deicida (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
deicidio (ουσ αρσ )
deidratare (ρ. μτβ.)
deidratazione (θηλ.ουσ)
deidrogenare (ρ. μτβ.)
deidrogenazione (θηλ.ουσ)
deiezione (θηλ.ουσ)
deificare (ρ. μτβ.)
deificazione (θηλ.ουσ)
deiforme (επίθ.)
deionizzare (ρ. μτβ.)
deionizzatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---