Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdeflettóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [defletˈtore] 1 βοηθητική επιφάνεια αεροσκάφους αύξησης άνωσης (flap) 2 πτερύγιο άνωσης ή αερόφρενου αεροσκάφους 3 αερόφρενο 4 διαχωριστικό συντονισμού ήχων 5 διακορεύω 6 ξεπαρθενεύω 7 διάταξη εκτροπής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |