Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdeflessióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [deflesˈsjone] 1 εκτροπή 2 παρεκτροπή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |