Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


deflazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [deflatˈtsjone]

1 αντιστροφή πληθωρισμού
2 αντιπληθωρισμός
3 αιολική αποκόμιση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  deflazionare deflazionistico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

deflagrante (επίθ.)
deflagrare (ρ.αμτβ.)
deflagrazione (θηλ.ουσ)
deflatorio (επίθ.)
deflazionare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
deflazione (θηλ.ουσ)
deflazionistico (επίθ.)
deflemmare (ρ. μτβ.)
deflemmatore (ουσ αρσ )
deflemmazione (θηλ.ουσ)
deflessione (θηλ.ουσ)
deflettere (ρ.αμτβ.)
deflettore (ουσ αρσ )
deflorazione (θηλ.ουσ)
defluente (επίθ.)
defluire (ρ.αμτβ.)
deflusso (ουσ αρσ )
defogliante (αρσ. επίθ και ουσ)
defogliare (ρ. μτβ.)
defogliazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---