Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


deflagràre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [deflaˈgrare]

1 σπάω με πίεση από μέσα
2 ξεσπάω
3 ξεσπώ
4 καίω αστραπιαία
5 αναφλέγω
6 αναφλέγομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  deflagrante deflagrazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

definitivo (αρσ. επίθ και ουσ)
definito (επίθ.)
definitore (αρσ. επίθ και ουσ)
definizione (θηλ.ουσ)
deflagrante (επίθ.)
deflagrare (ρ.αμτβ.)
deflagrazione (θηλ.ουσ)
deflatorio (επίθ.)
deflazionare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
deflazione (θηλ.ουσ)
deflazionistico (επίθ.)
deflemmare (ρ. μτβ.)
deflemmatore (ουσ αρσ )
deflemmazione (θηλ.ουσ)
deflessione (θηλ.ουσ)
deflettere (ρ.αμτβ.)
deflettore (ουσ αρσ )
deflorazione (θηλ.ουσ)
defluente (επίθ.)
defluire (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---