Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


deflagrànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [deflaˈgrante]

1 που μπορεί να σκάσει
2 εκρηκτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  definizione deflagrare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

definitivamente (επίρ.)
definitivo (αρσ. επίθ και ουσ)
definito (επίθ.)
definitore (αρσ. επίθ και ουσ)
definizione (θηλ.ουσ)
deflagrante (επίθ.)
deflagrare (ρ.αμτβ.)
deflagrazione (θηλ.ουσ)
deflatorio (επίθ.)
deflazionare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
deflazione (θηλ.ουσ)
deflazionistico (επίθ.)
deflemmare (ρ. μτβ.)
deflemmatore (ουσ αρσ )
deflemmazione (θηλ.ουσ)
deflessione (θηλ.ουσ)
deflettere (ρ.αμτβ.)
deflettore (ουσ αρσ )
deflorazione (θηλ.ουσ)
defluente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---